- μυρτώδη
- ταβοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 400 γένη και 10. 000 περίπου είδη, που απαντούν σε όλο τον κόσμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελαιαγνίδες — οι οικογένεια σπερματόφυτων τής τάξεως μυρτώδη … Dictionary of Greek
κομπρετίδες — οι βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης μυρτώδη … Dictionary of Greek
λυθρίδες — (lythraceae). Οικογένεια ποωδών φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 24 γένη και 500 είδη. Είναι θάμνοι, μικρά φρύγανα ή καλλωπιστικά δέντρα. Τα φύλλα τους είναι απλά, αντίθετα ή κατ’ εναλλαγή, με πολύ μικρό –ή και χωρίς– μίσχο. Τα άνθη τους είναι … Dictionary of Greek
μικονία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας μελανοστομίδες, τής τάξης μυρτώδη … Dictionary of Greek
μυρτίδες — οι βοτ. οικογένεια δέντρων ή θάμνων τής τάξης μυρτώδη, με απλά φύλλα που φέρουν συνήθως αρωματικούς αδένες, τα άνθη τους είναι ερμαφρόδιτα και ο καρπός ξυλώδης ή σαρκώδης, στην οποία ανήκουν τα γένη ευκάλυπτος, λεπτόσπερμο, μύρτος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μύρτος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου … Dictionary of Greek
οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… … Dictionary of Greek
οναγρίδες — οι βοτ. δικότυλα φυτά τής τάξης μυρτώδη τών εύκρατων και τών τροπικών χωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onograceae (< ονάγρα)] … Dictionary of Greek
πιμέντα — (pimenta). Φυτό της οικογένειας των Μυρτιδών. Αριθμεί πέντε είδη, ιθαγενή της τροπικής Αμερικής. Είναι δέντρο με φύλλα μεγάλα μυρωδάτα, άνθη μικρά, λευκά πολυάριθμα κατά βότρεις. Ο καρπός είναι δρύπη με 1 2 σπέρματα. Είναι φυτά χρήσιμα για τις… … Dictionary of Greek
πουνική — η, Ν γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πουνικίδες τής τάξης μυρτώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. punica < λατ. punicum «ρόδι» < punicum malum «φοινικικό μήλο»] … Dictionary of Greek